- λιομαζώχτρα
- η сборщица маслин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λιομαζώχτρα — η γυναίκα που μαζεύει τις ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + μαζώχτρα] … Dictionary of Greek
λιομαζώχτρα — η η εργάτρια που μαζεύει τις ελιές: Οι λιομαζώχτρες δούλευαν και τραγουδούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… … Dictionary of Greek